- κακοφώνῳ
- κακόφωνοςill-soundingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοφωνώ — κακοφωνῶ, έω (Α) [κακόφωνος] μιλώ άσχημα, έχω κακή, δυσάρεστη φωνή, δεν είμαι καλλίφωνος … Dictionary of Greek